δοκιμάσει

δοκιμάσει
δοκιμάζω
assay
aor subj act 3rd sg (epic)
δοκιμάζω
assay
fut ind mid 2nd sg
δοκιμάζω
assay
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • άθλιβος — η, ο (AM ἄθλιβος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει υποστεί ταλαιπωρίες, που δεν έχει δοκιμάσει στενοχώριες αρχ. αυτός που δεν πιέστηκε, άθλιπτος, άστιφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θλίβω] …   Dictionary of Greek

  • άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • άπιχθυς — ἄπιχθυς, υ (AM) [ιχθύς] μσν. το αρσ. ως ουσ. μικρό, ευτελές ψάρι, που δεν τρώγεται αρχ. αυτός που δεν έχει δοκιμάσει ψάρι …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • ακατάπληκτος — η, ο, (Α ἀκατάπληκτος, ον) αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν έχει δοκιμάσει κατάπληξη, ατρόμητος, ατάραχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταπλήσσω. ΠΑΡ. ακαταπληξία] …   Dictionary of Greek

  • απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • απείρητος — ἀπείρητος κ. ατός, ον (Α) [πειρώμαι] Ι. ενεργ. 1. αυτός που δεν έχει επιχειρήσει, δεν έχει δοκιμάσει κάτι 2. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, που δεν έχει πείρα για κάτι, ο άπειρος II. παθ. αυτός που δεν έχει επιχειρηθεί, που δεν έχει δοκιμαστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”